αικιζω

αικιζω
    αἰκίζω
    преимущ. med. дурно обращаться, притеснять
    

(τινά Aesch., Xen., Isocr.)

    ἀφικόμενος ἐδέθη καὴ ᾐκίσθη Lys. — когда он приехал, он был посажен в тюрьму и подвергнут истязаниям;
    εἰς τὸ σῶμα αἰκισθῆναι πληγαῖς Arst. — подвергнуться избиению;
    αἰ. πᾶσαν φόβην ὕλης Soph.(о буре) срывать всю листву с леса;
    ἑστία ᾐκισμένη Eur. — разрушенный домашний очаг;
    αἰκίσασθαί τινα τὰ ἔσχατα Xen. — подвергнуть кого-л. самым страшным насилиям


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αικιζω" в других словарях:

  • αἰκίζω — maltreat pres subj act 1st sg (attic epic) αἰκίζω maltreat pres ind act 1st sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αικίζω — αἰκίζω (Α) 1. κακομεταχειρίζομαι, κακοποιώ 2. (για θύελλα), καταστρέφω, αφανίζω, συντρίβω 3. μέσ. ό,τι και το ενεργ. 4. παθ. υφίσταμαι βασανιστήρια ή ταλαιπωρίες, βασανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰκής, συνηρημ. τ. τού αϊκής*. ΠΑΡ. αἴκισμα, αἰκισμός] …   Dictionary of Greek

  • αἰκίζοντα — αἰκίζω maltreat pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic) αἰκίζω maltreat pres part act masc acc sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰκίσαι — αἰκίζω maltreat aor inf act (attic epic) αἰκίσαῑ , αἰκίζω maltreat aor opt act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰκίσατε — αἰκίζω maltreat aor imperat act 2nd pl (attic epic) αἰκίζω maltreat aor ind act 2nd pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰκίσεις — αἰκίζω maltreat aor subj act 2nd sg (attic epic) αἰκίζω maltreat fut ind act 2nd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἴκιζε — αἰκίζω maltreat pres imperat act 2nd sg (attic epic) αἰκίζω maltreat imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾔκιζον — αἰκίζω maltreat imperf ind act 3rd pl (attic epic) αἰκίζω maltreat imperf ind act 1st sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰκιζούσαις — αἰκίζω maltreat pres part act fem dat pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰκιζέτω — αἰκίζω maltreat pres imperat act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰκίζειν — αἰκίζω maltreat pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»